- χαλκοσίνης
- ο мин. халькозин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκοσίνης — ο, Ν (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό που είναι ένα από τα πιο σημαντικά μεταλλεύματα τού χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalcosine < chalcos (< χαλκός) + κατάλ. ine] … Dictionary of Greek
χαλκολαμπρίτης — Oνομάζεται και χαλκοσίνης. Ορυκτός θειούχος χαλκός (Cu2S). O χ. είναι ουσία πολύ μαλακή και πολύ εύθραστη, έχει σκληρότητα 2,5 3, ειδικό βάρος 5,5 5,8 και χρώμα σιδηρόφαιο ή μολυβδόχρωμο, πάντως σκοτεινό. Κρυσταλλώνεται κατά το ρομβικό σύστημα με … Dictionary of Greek